ἐπίκλιντρον

ἐπίκλιντρον
ἐπίκλιντρον
couch
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίκλιντρον — ἐπίκλιντρον, τὸ (Α) [επικλίνω] 1. ανάκλιντρο, είδος καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει 2. κάθισμα με όρθια πλάτη 3. η πλάτη τού καθίσματος, το ερεισίνωτο* …   Dictionary of Greek

  • 'πικλίντρῳ — ἐπικλίντρῳ , ἐπίκλιντρον couch neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”